- αναπαίω
- ἀναπαίω (AM)μσν.αποκρούω, αντικρούωαρχ.(για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + παίω «κρούω, κτυπώ».ΠΑΡ. ανάπαιστοςαρχ.ἀναπαιστρίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπαίοντας — ἀναπαίω drive back pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίων — ἀναπαίω drive back pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαίσθη — ἀναπαίω drive back aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαίσθητον — ἀναπαίω drive back aor ind pass 2nd dual ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem acc sg ἀνεπαίσθητος unperceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμπαῖον — ἐκ , ἀνά παίω 2 strike pres part act masc voc sg (attic) ἐκ , ἀνά παίω 2 strike pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) ἐκ ἀναπαίω drive back pres part act masc voc sg ἐκ ἀναπαίω drive back pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Анапест — (от греч. сл. αναπαίω, т. е. обращенный или поставленный в обратном порядке дактиль, см. это слово) название трехсложного размера стиха, состоящего из двух кратких и одного долгого слога напр. мудреца, клевета … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
αναπαιστρίς — ἀναπαιστρίς ( ίδος), η (Α) [ἀναπαίω] σφύρα σιδηρουργού … Dictionary of Greek